- κακοδιοικούμαι
- быть плохо управляемым (о государстве, учреждении и т. п.); плохо вестись (о хозяйстве, доме)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρχούμαι — [άναρχος] διατελώ υπό καθεστώς αναρχίας, κακοκυβερνούμαι, κακοδιοικούμαι … Dictionary of Greek
κακονομούμαι — (Α κακονομοῡμαι, έομαι) [κακόνομος] κυβερνιέμαι με κακό σύστημα νόμων, κακοδιοικούμαι, κακοκυβερνιέμαι … Dictionary of Greek